Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annèsso, annésso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anˈnɛsso], [anˈnesso]

1 εξάρτημα
2 προσάρτημα

annèsso, annésso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [anˈnɛsso], [anˈnesso]

1 συνημμένος
2 προσαρτημένος
3 που επισυνάπτεται
4 που έχει προσαρτηθεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annessione annettere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annerimento (ουσ αρσ )
annerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
annerito (επίθ.)
annessione (θηλ.ουσ)
annesso (ουσ αρσ )
annesso (επίθ.)
annettere (ρ. μτβ.)
annichilare (ρ. μτβ.)
annichilazione (θηλ.ουσ)
annichilimento (ουσ αρσ )
annichilire (ρ. μτβ.)
annichilito (επίθ.)
annidare (ρ. μτβ.)
annidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annientamento (ουσ αρσ )
annientare (ρ. μτβ.)
annientarsi (ρ.μ. (αντων.))
anniversario (αρσ. επίθ και ουσ)
anno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---