Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annerìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [anneˈrire]

1 μελανιάζω
2 αμαυρώνω
3 σκουραίνω
4 μουντζουρώνω
5 σκοτεινιάζω
6 μαυρίζω
7 θολώνω
8 βυθίζω στο σκοτάδι

annerìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [anneˈrirsi]

1 βυθίζομαι στο σκοτάδι
2 μελανιάζω
3 μουντζουρώνομαι
4 μαυρίζω
5 σκοτεινιάζω
6 αμαυρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annerimento annerito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annegato (αρσ. επίθ και ουσ)
annegazione (θηλ.ουσ)
anneghittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerimento (ουσ αρσ )
annerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
annerito (επίθ.)
annessione (θηλ.ουσ)
annesso (ουσ αρσ )
annesso (επίθ.)
annettere (ρ. μτβ.)
annichilare (ρ. μτβ.)
annichilazione (θηλ.ουσ)
annichilimento (ουσ αρσ )
annichilire (ρ. μτβ.)
annichilito (επίθ.)
annidare (ρ. μτβ.)
annidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annientamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---