Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anneghittìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [annegitˈtire]

1 τεμπελιάζω
2 αμελώ
3 οκνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annegazione annerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annegamento (ουσ αρσ )
annegare (ρ. μτβ.)
annegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annegato (αρσ. επίθ και ουσ)
annegazione (θηλ.ουσ)
anneghittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerimento (ουσ αρσ )
annerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
annerito (επίθ.)
annessione (θηλ.ουσ)
annesso (ουσ αρσ )
annesso (επίθ.)
annettere (ρ. μτβ.)
annichilare (ρ. μτβ.)
annichilazione (θηλ.ουσ)
annichilimento (ουσ αρσ )
annichilire (ρ. μτβ.)
annichilito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---