Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annèttere, annéttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [anˈnɛttere], [anˈnettere]

1 συναρθρώνω
2 ενσωματώνω
3 επισυνάπτω
4 προσαρτώ
5 συναρμόζω
6 συνάπτω
7 ενοποιώ
8 ενώνω
9 συνδέω
10 συγχωνεύω
11 προσάπτω
12 προσαρτώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annesso annichilare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
annerito (επίθ.)
annessione (θηλ.ουσ)
annesso (ουσ αρσ )
annesso (επίθ.)
annettere (ρ. μτβ.)
annichilare (ρ. μτβ.)
annichilazione (θηλ.ουσ)
annichilimento (ουσ αρσ )
annichilire (ρ. μτβ.)
annichilito (επίθ.)
annidare (ρ. μτβ.)
annidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annientamento (ουσ αρσ )
annientare (ρ. μτβ.)
annientarsi (ρ.μ. (αντων.))
anniversario (αρσ. επίθ και ουσ)
anno (ουσ αρσ )
annobilire (ρ. μτβ.)
annodamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---