Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόannerìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [anneˈrito] 1 μελανιασμένος 2 σκοτεινός 3 μαυρισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |