Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annegazione  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [annegatˈtsjone]

αυταπάρνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annegato anneghittire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annebbiato (επίθ.)
annegamento (ουσ αρσ )
annegare (ρ. μτβ.)
annegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annegato (αρσ. επίθ και ουσ)
annegazione (θηλ.ουσ)
anneghittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerimento (ουσ αρσ )
annerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
annerito (επίθ.)
annessione (θηλ.ουσ)
annesso (ουσ αρσ )
annesso (επίθ.)
annettere (ρ. μτβ.)
annichilare (ρ. μτβ.)
annichilazione (θηλ.ουσ)
annichilimento (ουσ αρσ )
annichilire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---