Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annaffiatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [annaffjaˈtriʧe]

μηχανή αντλίας νερού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annaffiatore annaffiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annaffiamento (ουσ αρσ )
annaffiare (ρ. μτβ.)
annaffiata (θηλ.ουσ)
annaffiatoio (ουσ αρσ )
annaffiatore (επίθ.)
annaffiatrice (θηλ.ουσ)
annaffiatura (θηλ.ουσ)
annali (ουσ αρσ )
annalista (ουσ αρσ και θηλ.)
annalistica (θηλ.ουσ)
annasare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annaspare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annata (θηλ.ουσ)
annebbiamento (ουσ αρσ )
annebbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annebbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annebbiato (επίθ.)
annegamento (ουσ αρσ )
annegare (ρ. μτβ.)
annegarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---