Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annebbiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [annebbjaˈmento]

1 σκοτεινιά
2 αμυδρότητα
3 συννεφιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annata annebbiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annalista (ουσ αρσ και θηλ.)
annalistica (θηλ.ουσ)
annasare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annaspare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annata (θηλ.ουσ)
annebbiamento (ουσ αρσ )
annebbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annebbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annebbiato (επίθ.)
annegamento (ουσ αρσ )
annegare (ρ. μτβ.)
annegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annegato (αρσ. επίθ και ουσ)
annegazione (θηλ.ουσ)
anneghittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerimento (ουσ αρσ )
annerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
annerito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---