annebbiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [annebˈbjare]
1 καλύπτω με ομίχλη
2 θαμπώνω
3 συννεφιάζω
4 συσκοτίζω
annebbiàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [annebˈbjarsi]
1 γίνομαι μουντός
2 ανταριάζω
3 καταχνιάζω
4 γίνομαι αμυδρός
5 συννεφιάζω
6 γεμίζω ή καλύπτομαι με ομίχλη
7 σκοτεινιάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [annebˈbjare]
1 καλύπτω με ομίχλη
2 θαμπώνω
3 συννεφιάζω
4 συσκοτίζω
annebbiàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [annebˈbjarsi]
1 γίνομαι μουντός
2 ανταριάζω
3 καταχνιάζω
4 γίνομαι αμυδρός
5 συννεφιάζω
6 γεμίζω ή καλύπτομαι με ομίχλη
7 σκοτεινιάζω
permalink
annebbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annebbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android