Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annaspàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [annasˈpare]

1 ροδανίζω
2 ψάχνω στα τυφλά
3 τυλίγω σε μασούρι
4 τυλίγω
5 μασουρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annasare annata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annaffiatura (θηλ.ουσ)
annali (ουσ αρσ )
annalista (ουσ αρσ και θηλ.)
annalistica (θηλ.ουσ)
annasare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annaspare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annata (θηλ.ουσ)
annebbiamento (ουσ αρσ )
annebbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annebbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annebbiato (επίθ.)
annegamento (ουσ αρσ )
annegare (ρ. μτβ.)
annegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annegato (αρσ. επίθ και ουσ)
annegazione (θηλ.ουσ)
anneghittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
annerimento (ουσ αρσ )
annerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---