Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόannaffiatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [annaffjaˈtura] 1 πότισμα 2 κατάβρεγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |