Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grànde (επίθ.) grànfia (θηλ.ουσ)
grandeggiàre (ρ.αμτβ.) gràngia (θηλ.ουσ)
grandeménte (επίρ.) granguignolésco (επίθ.)
grandézza (θηλ.ουσ) granìcolo (επίθ.)
grandguignol (ουσ αρσ ) granicoltùra (θηλ.ουσ)
grandiflòra (επίθ.) granìfero (επίθ.)
grandìgia (θηλ.ουσ) granìglia (θηλ.ουσ)
grandiloquènza (θηλ.ουσ) granigliàre (ρ. μτβ.)
grandinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) granìre (ρ.αμτβ.)
grandinàta (θηλ.ουσ) granìre (ρ. μτβ.)
gràndine (θηλ.ουσ) granìta (θηλ.ουσ)
grandinìfugo (επίθ.) granìtico (επίθ.)
grandinìo (ουσ αρσ ) granìto (ουσ αρσ )
grandiosaménte (επίρ.) granitùra (θηλ.ουσ)
grandiosità (θηλ.ουσ) granìvoro (επίθ.)
grandióso (επίθ.) gràno (ουσ αρσ )
grandùca (ουσ αρσ ) granotùrco (ουσ αρσ )
granducàle (επίθ.) grantùrco (ουσ αρσ )
granducàto (ουσ αρσ ) granturìsmo (αρσ. επίθ και ουσ)
granduchéssa (θηλ.ουσ) granulàre (επίθ.)
grandufficiàle (ουσ αρσ ) granulàre (ρ. μτβ.)
gràndula (θηλ.ουσ) granulatòio (ουσ αρσ )
granellàre (ρ. μτβ.) granulazióne (θηλ.ουσ)
granèllo (ουσ αρσ ) grànulo (ουσ αρσ )
granellóso (επίθ.) granulocìto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: