Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grandióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [granˈdjoso], [granˈdjozo]

1 ηγεμονικός
2 μεγαλόστομος
3 μέγας
4 θαυμάσιος
5 μεγαλόπρεπος
6 λαμπρός
7 έξοχος
8 σπουδαίος
9 έξοχος
10 μεγαλόσχημος
11 φαντασμαγορικός
12 στομφώδης
13 μεγαλοπρεπής
14 μεγάλος
15 αρχοντικός
16 εξαιρετικός
17 επιβλητικός
18 αγλαός
19 μεγαλεπήβολος
20 εντυπωσιακός
21 μεγαλειώδης
22 πομπώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grandiosità granduca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grandine (θηλ.ουσ)
grandinifugo (επίθ.)
grandinio (ουσ αρσ )
grandiosamente (επίρ.)
grandiosità (θηλ.ουσ)
grandioso (επίθ.)
granduca (ουσ αρσ )
granducale (επίθ.)
granducato (ουσ αρσ )
granduchessa (θηλ.ουσ)
grandufficiale (ουσ αρσ )
grandula (θηλ.ουσ)
granellare (ρ. μτβ.)
granello (ουσ αρσ )
granelloso (επίθ.)
granfia (θηλ.ουσ)
grangia (θηλ.ουσ)
granguignolesco (επίθ.)
granicolo (επίθ.)
granicoltura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---