Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrànfia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgranfja] 1 γαμψό άκρο εντόμου 2 νύχι γαμψό ζώου 3 τσιμπίδα αστακού ή σκορπιού 4 νύχι αρπακτικού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |