Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgranìvoro
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [graˈnivoro] 1 σποροφάγος 2 τρεφόμενος με σπόρους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |