Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


granulàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [granuˈlare]

1 κοκκώδης
2 σπυρωτός

granulàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [granuˈlare]

κοκκοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  granturismo granulatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

granivoro (επίθ.)
grano (ουσ αρσ )
granoturco (ουσ αρσ )
granturco (ουσ αρσ )
granturismo (αρσ. επίθ και ουσ)
granulare (επίθ.)
granulare (ρ. μτβ.)
granulatoio (ουσ αρσ )
granulazione (θηλ.ουσ)
granulo (ουσ αρσ )
granulocito (ουσ αρσ )
granuloma (ουσ αρσ )
granulometria (θηλ.ουσ)
granulometrico (επίθ.)
granulosità (θηλ.ουσ)
granuloso (επίθ.)
grappa (θηλ.ουσ)
grappetta (θηλ.ουσ)
grappino (ουσ αρσ )
grappolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---