Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgranulàre
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [granuˈlare] 1 κοκκώδης 2 σπυρωτός granulàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [granuˈlare] κοκκοποιώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |