Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›granulatòio

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

granulatòio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [granulaˈtojo]

1 μύλος άλεσης (δημητριακών)
2 αλευρόμυλος


permalink
‹ granulare
granulazione ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

granoturco (ουσ αρσ )
granturco (ουσ αρσ )
granturismo (αρσ. επίθ και ουσ)
granulare (επίθ.)
granulare (ρ. μτβ.)
granulatoio (ουσ αρσ )
granulazione (θηλ.ουσ)
granulo (ουσ αρσ )
granulocito (ουσ αρσ )
granuloma (ουσ αρσ )
granulometria (θηλ.ουσ)
granulometrico (επίθ.)
granulosità (θηλ.ουσ)
granuloso (επίθ.)
grappa (θηλ.ουσ)
grappetta (θηλ.ουσ)
grappino (ουσ αρσ )
grappolo (ουσ αρσ )
grassaggio (ουσ αρσ )
grassatore (ουσ αρσ )


---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti