Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgranulocìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,granuloˈʧito] 1 πολυμορφοπύρηνο λευκό αιμοσφαίριο 2 κοκκιοκύτταρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |