ItalianoGreco


grassatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [grassaˈtore]

1 λησταντάρτης
2 ληστοσυμμορίτης
3 ληστής
4 ληστής εθνικών δρόμων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---