Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgràsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrasso] 1 το λίπος 2 (lubrificante) το γράσσο gràsso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈgrasso] 1 (obeso) παχύς (-ειά, -ύ) 2 (unto) λιπαρός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpianta [θηλ.] grassa = ο κάκτος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |