Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgratìcola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [graˈtikola] 1 κιγκλίδωμα 2 σχάρα 3 σχάρα ψησίματος 4 φράχτης 5 δικτυωτό 6 πλέγμα 7 εσχάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |