ItalianoGreco


graticolàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gratikoˈlato]

1 κατασκευή δικτυωτή
2 συρμάτινο δίχτυ
3 δικτυωτό
4 φράχτης
5 κιγκλίδωμα
6 μαντρότοιχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---