Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grattàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [gratˈtare]

1 ξύνομαι
2 γρατσουνίζομαι
3 ξεγδέρνομαι
4 ξύνομαι με θόρυβο
5 γδέρνομαι
6 τρίβομαι
7 συγκρούομαι

grattàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [gratˈtare]

1 ξύνω
2 (pane, formaggio) τρίβω

grattarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [gratˈtarsi]

ξύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grattacielo grattata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gratta e vinci [αρσ.] = το ξυστό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gratis (επίρ.)
gratitudine (θηλ.ουσ)
grato (επίθ.)
grattacapo (ουσ αρσ )
grattacielo (ουσ αρσ )
grattare (ρ.αμτβ.)
grattare (ρ. μτβ.)
grattarsi (ρ.μ. (αντων.))
grattata (θηλ.ουσ)
grattato (επίθ.)
grattatura (θηλ.ουσ)
grattino (ουσ αρσ )
grattugia (θηλ.ουσ)
grattugiare (ρ. μτβ.)
gratuità (θηλ.ουσ)
gratuitamente (επίρ.)
gratuito (επίθ.)
gravabile (επίθ.)
gravame (ουσ αρσ )
gravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---