Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgratuità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gratuiˈta] 1 ατέλεια 2 κάτι που δίνεται δωρεάν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |