Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgraveolènte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [graveoˈlɛnte] 1 δυσώδης 2 που μυρίζει έντονα 3 κάκοσμος 4 δύσοσμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |