Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gravìmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [graˈvimetro]

1 όργανο μέτρησης ειδικού βάρους
2 όργανο μέτρησης επιτάχυνσης της βαρύτητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gravimetrico gravina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gravidanza (θηλ.ουσ)
gravidico (επίθ.)
gravido (επίθ.)
gravimetria (θηλ.ουσ)
gravimetrico (επίθ.)
gravimetro (ουσ αρσ )
gravina (θηλ.ουσ)
gravità (θηλ.ουσ)
gravitare (ρ.αμτβ.)
gravitazionale (επίθ.)
gravitazione (θηλ.ουσ)
gravitone (ουσ αρσ )
gravosità (θηλ.ουσ)
gravoso (επίθ.)
grazia (θηλ.ουσ)
graziare (ρ. μτβ.)
graziato (επίθ.)
grazie (θηλ. ουσ πληθ.)
grazie (επιφ.)
graziosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---