Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgravìmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [graˈvimetro] 1 όργανο μέτρησης ειδικού βάρους 2 όργανο μέτρησης επιτάχυνσης της βαρύτητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |