ItalianoGreco


gravosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gravosiˈta]

1 βαρύτητα
2 κατατυράννηση
3 καταδυνάστευση
4 καταπίεση
5 τυραννία
6 επιβάρυνση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---