Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gràzie  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrattsje]

ευχαριστίες

gràzie  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrattsje]

ευχαριστώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  graziato graziosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gravosità (θηλ.ουσ)
gravoso (επίθ.)
grazia (θηλ.ουσ)
graziare (ρ. μτβ.)
graziato (επίθ.)
grazie (θηλ. ουσ πληθ.)
grazie (επιφ.)
graziosamente (επίρ.)
graziosità (θηλ.ουσ)
grazioso (επίθ.)
greca (θηλ.ουσ)
grecale (ουσ αρσ )
grecanico (επίθ.)
grecare (ρ. μτβ.)
Grecia (θηλ.ουσ)
grecismo (ουσ αρσ )
grecista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
grecità (θηλ.ουσ)
grecizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
greco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---