grecìsmo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [greˈʧizmo]
1 ελληνικά ιδεώδη
2 αφοσίωση στην αρχαία Ελλάδα
3 ελληνικός ιδιωματισμός
4 αφοσίωση και μίμηση αρχαίας Ελλάδας
5 Ελληνισμός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [greˈʧizmo]
1 ελληνικά ιδεώδη
2 αφοσίωση στην αρχαία Ελλάδα
3 ελληνικός ιδιωματισμός
4 αφοσίωση και μίμηση αρχαίας Ελλάδας
5 Ελληνισμός
permalink
grecismo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android