Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgréggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgredʤo] ακατέργαστο πετρέλαιο gréggio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈgredʤo] 1 ανάγωγος 2 σκαιός 3 ανεπεξέργαστος 4 χοντροκομμένος 5 ακατέργαστος 6 ωμός 7 άξεστος 8 χονδροειδής 9 άψητος 10 αλεύκαντος 11 αδιύλιστος 12 τραχύς 13 αδιήθητοςgreggio (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpetrolio [αρσ.] greggio = ακάθαρτο πετρέλαιο, αργό πετρελαίο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |