Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grèmbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɛmbo]

1 στήθος
2 αγκάλη
3 αγκαλιά
4 κόλπος
5 γόνατα
6 κόρφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grembiulino gremire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gregoriano (επίθ.)
gregorio (ουσ αρσ )
grembiulata (θηλ.ουσ)
grembiule (ουσ αρσ )
grembiulino (ουσ αρσ )
grembo (ουσ αρσ )
gremire (ρ. μτβ.)
gremirsi (ρ.μ. (αντων.))
gremito (επίθ.)
greppia (θηλ.ουσ)
gres (ουσ αρσ )
greto (ουσ αρσ )
gretola (θηλ.ουσ)
grettezza (θηλ.ουσ)
gretto (επίθ.)
greve (επίθ.)
grezzo (αρσ. επίθ και ουσ)
grida (θηλ.ουσ)
gridare (ρ.αμτβ.)
gridatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---