Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgréto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgreto] 1 ακτή σκεπασμένη με χαλίκια 2 κοίτη ποταμιού με χαλίκια 3 χαλίκια παραλίας 4 βότσαλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |