Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrifàgno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [griˈfaɲɲo] 1 ακάθεκτος 2 λυσσαλέος 3 αρπακτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |