Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrìfo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrifo] 1 μουτσούνα 2 γρύπας 3 τέρας μυθολογικό λιοντάρι-αετός 4 άσχημη φάτσα 5 ρύγχος 6 μουσούδα 7 μουσούδι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |