Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grillàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [grilˈlare]

1 σφυρίζω
2 ψήνω
3 τσιρίζω
4 γουργουρίζω
5 κελαρύζω
6 γαργαρίζω
7 μιλώ ακατάληπτα
8 παφλάζω
9 τσιτσιρίζω
10 ρέω με ήχο μπουρμπουλιστό
11 πετάω σάλια ή τροφές μιλώντας
12 μιλώ μπερδεμένα
13 κάνω σφύριγμα ενώ καίγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grigliata grillettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grigiore (ουσ αρσ )
grigioverde, grigio–verde (ουσ αρσ )
grigioverde, grigio–verde (επίθ.)
griglia (θηλ.ουσ)
grigliata (θηλ.ουσ)
grillare (ρ.αμτβ.)
grillettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
grilletto (ουσ αρσ )
grillo (ουσ αρσ )
grillotalpa (ουσ αρσ και θηλ.)
grimaldello (ουσ αρσ )
grinfia (θηλ.ουσ)
grinta (θηλ.ουσ)
grintaccia (θηλ.ουσ)
grintoso (επίθ.)
grinza (θηλ.ουσ)
grinzoso (επίθ.)
grinzume (ουσ αρσ )
grinzuto (επίθ.)
grippaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---