Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrìglia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgriʎʎa] η σκάρα, η γρίλια permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαalla griglia = στη σχάρα, της σκάρας || pesce [αρσ.] alla griglia = το ψάρι στη σχάρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |