Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grigióre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [griˈʤore]

γκριζάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grigione grigioverde, grigio–verde  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grifone (ουσ αρσ )
grigiastro (αρσ. επίθ και ουσ)
grigio (ουσ αρσ )
grigio (επίθ.)
grigione (ουσ αρσ )
grigiore (ουσ αρσ )
grigioverde, grigio–verde (ουσ αρσ )
grigioverde, grigio–verde (επίθ.)
griglia (θηλ.ουσ)
grigliata (θηλ.ουσ)
grillare (ρ.αμτβ.)
grillettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
grilletto (ουσ αρσ )
grillo (ουσ αρσ )
grillotalpa (ουσ αρσ και θηλ.)
grimaldello (ουσ αρσ )
grinfia (θηλ.ουσ)
grinta (θηλ.ουσ)
grintaccia (θηλ.ουσ)
grintoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---