Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grigiàstro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [griˈʤastro]

1 υπόφαιος
2 γκριζωπός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grifone grigio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grifagno (αρσ. επίθ και ουσ)
griffa (θηλ.ουσ)
griffone (ουσ αρσ )
grifo (ουσ αρσ )
grifone (ουσ αρσ )
grigiastro (αρσ. επίθ και ουσ)
grigio (ουσ αρσ )
grigio (επίθ.)
grigione (ουσ αρσ )
grigiore (ουσ αρσ )
grigioverde, grigio–verde (ουσ αρσ )
grigioverde, grigio–verde (επίθ.)
griglia (θηλ.ουσ)
grigliata (θηλ.ουσ)
grillare (ρ.αμτβ.)
grillettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
grilletto (ουσ αρσ )
grillo (ουσ αρσ )
grillotalpa (ουσ αρσ και θηλ.)
grimaldello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---