Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrigiovérde, grigio–vérde
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,griʤoˈverde] γκριζοπράσινη στολή (στρατιωτική) grigiovérde, grigio–vérde επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,griʤoˈverde] γκριζοπράσινος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |