Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrillétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [grilˈletto] 1 (di arma) το σκανδάλη 2 (insalatiera) η σαλατιέρα 3 (clitoride) η κλειτορίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |