Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grippàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gripˈpadʤo]

1 τσάκωμα
2 άρπαγμα
3 σύλληψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grinzuto grippare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grintoso (επίθ.)
grinza (θηλ.ουσ)
grinzoso (επίθ.)
grinzume (ουσ αρσ )
grinzuto (επίθ.)
grippaggio (ουσ αρσ )
grippare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gripparsi (ρ. μ. αμτβ.)
grippe (θηλ.ουσ)
grippia (θηλ.ουσ)
grippo (ουσ αρσ )
grisaglia (θηλ.ουσ)
grisella (θηλ.ουσ)
grisetta (θηλ.ουσ)
grisou (ουσ αρσ )
grissinificio (ουσ αρσ )
grissino (ουσ αρσ )
grisù (ουσ αρσ )
groenlandese (ουσ αρσ και θηλ.)
groenlandese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---