Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrippàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gripˈpadʤo] 1 τσάκωμα 2 άρπαγμα 3 σύλληψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |