Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


groenlandése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [groenlanˈdese], [groenlanˈdeze]

Γροινλανδός

groenlandése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [groenlanˈdese], [groenlanˈdeze]

γροινλανδικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grisù Groenlandia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grisetta (θηλ.ουσ)
grisou (ουσ αρσ )
grissinificio (ουσ αρσ )
grissino (ουσ αρσ )
grisù (ουσ αρσ )
groenlandese (ουσ αρσ και θηλ.)
groenlandese (επίθ.)
Groenlandia (θηλ.ουσ)
grolla (θηλ.ουσ)
gromma (θηλ.ουσ)
grommare (ρ.αμτβ.)
grommarsi (ρ.μ. (αντων.))
grommato (επίθ.)
grommoso (επίθ.)
gronchio (επίθ.)
gronda (θηλ.ουσ)
grondaia (θηλ.ουσ)
grondante (επίθ.)
grondare (ρ.αμτβ.)
grondare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---