Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grondàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [gronˈdare]

1 κυλώ
2 ρέω με συνεχή ροή
3 στάζω
4 σταλάζω
5 έχω ροή (πχ δακρύων)
6 ρέω σαν ρυάκι
7 χύνομαι
8 βρέχομαι από σωματικό υγρό

grondàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [gronˈdare]

1 δημιουργώ ροή
2 στάζω
3 χύνω κατά σταγόνες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grondante grondatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grommoso (επίθ.)
gronchio (επίθ.)
gronda (θηλ.ουσ)
grondaia (θηλ.ουσ)
grondante (επίθ.)
grondare (ρ.αμτβ.)
grondare (ρ. μτβ.)
grondatoio (ουσ αρσ )
grondatura (θηλ.ουσ)
grondone (ουσ αρσ )
grongo (ουσ αρσ )
groppa (θηλ.ουσ)
groppata (θηλ.ουσ)
groppiera (θηλ.ουσ)
groppo (ουσ αρσ )
gropponata (θηλ.ουσ)
groppone (ουσ αρσ )
gropposo (επίθ.)
gros–grain (ουσ αρσ )
grossa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---