Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


groppièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gropˈpjɛra]

1 δερμάτινη ζώνη ουράς αλόγου
2 κάλυμμα στα καπούλια τετραπόδου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  groppata groppo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grondatura (θηλ.ουσ)
grondone (ουσ αρσ )
grongo (ουσ αρσ )
groppa (θηλ.ουσ)
groppata (θηλ.ουσ)
groppiera (θηλ.ουσ)
groppo (ουσ αρσ )
gropponata (θηλ.ουσ)
groppone (ουσ αρσ )
gropposo (επίθ.)
gros–grain (ουσ αρσ )
grossa (θηλ.ουσ)
grossaggine (θηλ.ουσ)
grossagrana (θηλ.ουσ)
grossamente (επίρ.)
grosseria (θηλ.ουσ)
grossezza (θηλ.ουσ)
grossista (ουσ αρσ και θηλ.)
grosso (ουσ αρσ )
grosso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---