Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrondóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gronˈdone] 1 λούκι 2 κιούγκι 3 νεροσωλήνας 4 υδρορροή 5 κανάλι μεταφοράς 6 αγωγός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |