Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrondatòio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [grondaˈtɔjo] καμπύλη υδρορροής διπλή σαν κύμα σε ύφος δωρικό (αρχιτεκτονική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |