Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrondatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [grondaˈtura] 1 σταλαγματιά 2 στάλαγμα 3 στάξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |