Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrondànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gronˈdante] 1 εμποτισμένος 2 κάθυγρος 3 διάβροχος 4 που στάζει 5 μουσκεμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |