Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgros–grain
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,grɔˈgrɛn] 1 ύφασμα από μοχέρ και μετάξι 2 χοντρό ύφασμα για πανωφόρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |