Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrossomòdo, gròsso mòdo
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [grossoˈmɔdo] 1 πάνω κάτω 2 περίπου 3 χοντρικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |